- ἡμίρρυπος
- ἡμί-ρρῠπος, ον,A half-dirty,
εἴριον Id.Mul.2.205
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴριον Id.Mul.2.205
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ημίρρυπος — ἡμίρρυπος, ον (Α) αυτός που είναι κατά το ήμισυ λερωμένος, που δεν είναι εντελώς πλυμένος, μισολερωμένος, μισορυπωμένος («ἡμίρρυπον εἴριον» μισοπλυμένο μαλλί, Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + ρύπος «βρομιά»] … Dictionary of Greek
ἡμίρρυπον — ἡμίρρυπος half dirty masc/fem acc sg ἡμίρρυπος half dirty neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek